Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

υφίσταμαι την

  • 1 υφίσταμαι

    (αόρ. υπέστην) 1. μετ.
    1) находиться под воздействием (чего-л.); подвергаться (чему-л.), претерпевать; испытывать (что-л.);

    υφίσταμαι την επίδραση — испытывать воздействие, влияние;

    υφίσταμαι την φλυαρίαν κάποιου — терпеть чью-л. болтовню;

    υπέστη εξετάσεις ему устроили экзамен;
    πολλά ατυχήματα υπέστημεν нас постигли большие неудачи; 2) терпеть (убытки, голод, жажду); переносить, выносить (несчастья и т. п.) (по)нести (наказание, потери и т. п.); σεις θα υποστήτε τάς συνεπείας вы будете расплачиваться за последствия; 2. αμετ. 1) быть, существовать;

    αυτή η εταιρία δεν υφίσταται πλέον — эта компания больше не существует;

    2) быть действительным, иметь силу;

    αυτός ο νόμος δεν υφίσταται πλέον — этот закон уже не действует, уже не имеет силы

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > υφίσταμαι

  • 2 влияние

    ουδ.
    1. επίδραση, επιρροή, επίρροια, επενέργεια•

    под чужим -ем κάτω από ξένη επιρροή ή την επιρροή άλλου•

    благотворное влияние ευεργετική επίδραση•

    влияние личности на историю η επίδραση (ο ρόλος) της προσωπικότητας στην ιστορία•

    влияние солнечных лучей η επίδραση των ηλιακών ακτινών•

    поддаваться -го υφίσταμαι την επίδραση, επηρεάζομαι•

    оказывать влияние επιδρώ.

    2. κύρος•

    приобрести влияние αποκτώ κύρος•

    пользоваться -ем έχω κύρος, απολαμβάνω κύρους.

    Большой русско-греческий словарь > влияние

  • 3 влияние

    влия||ние
    с
    1. (воздействие) ἡ ἐπιρροή, ἡ ἐπίδραση [-ις], ἡ ἐπενέργεμα:
    оказывать \влияние ἐξασκῶ ἐπίδραση, ἐπιδρώ, ἐπηρεάζω, ἐπενεργώ· поддаваться \влияниению ἐπηρεάζομαι, ὑφίσταμαι τήν ἐπίδραση·
    2. (сила авторитета) ἡ ἐπιρροή, τό κϋρος, ἡ ίσχύς, ἡ αὐθεντία:
    человек с большим \влияниением ἄνθρωπος μέ μεγάλο κύρος (или μέ μεγάλην ίσχύν)· пользоваться \влияниением ἔχω ἐπιρροή, ἔχω κύρος.

    Русско-новогреческий словарь > влияние

  • 4 επίδραση

    [-ις (-εως)] η влияние, воздействие, действие;

    ασκώ ( — или εξασκώ) επίδραση επί τίνος — оказывать влияние на кого-л.;

    υφίσταμαι την επίδραση — поддаваться влиянию;

    μέσο επίδρασης — средство воздействия

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > επίδραση

  • 5 нести

    нес||ти́
    несов
    1. прям., перен φέρ(ν)ω, κουβαλώ, κρατῶ, βαστάζω:
    \нести чемодан κουβαλώ τή βαλίτσα·
    2. (гнать, мчать) φέρνω:
    по реке \нестиет лодку ὁ ποταμός παρασύρει τήν βάρκα· ветер \нестиет пыль (ό ἀέρας) σηκώνει σκόνη·
    3. (выполнять) ἐκτελῶ, ἐκπληρῶ, ἔχω:
    \нести обязанности ἐκτελώ καθήκοντα· \нести службу εἶμαι ὑπηρεσία· \нести караул φρουρώ, εἶμαι σκοπός· \нести дежурство εἶμαι ἐφημερεύων, εἶμαι τῆς ὑπηρεσίας·
    4. (терпеть) ὑφίσταμαι, ὑποβάλλομαι, ὑποφέρω:
    \нести наказание ὑφίσταμαι τιμωρίαν \нести потери воен. ὑφίσταμαι ἀπώλειες· \нести убытки ζημιώνω (άμετ.)· \нести ответственность φέρω εὐθύνην
    5. (приносить с собой) προξενώ, ἐπιφέρω:
    \нести смерть ἐπιφέρω θάνατο·
    6. безл (пахнуть):
    оттуда \нестиет чем-то ἀπό ἐκεῖ -Ερχεται μιά μυρωδιά· от него́ \нестиет табаком μυρίζει καπνό·
    7. безл (дуть):
    \нестиет из-под полу φυσά κάτω ἀπό τό πάτωμα·
    8. (о птицах):
    \нести яйца γεννώ αὐγά· ◊ \нести вздор λεω ἀνοησίες, λέω τρίχες· куда тебя \нестиет? разг γιά ποῦ τώβαλες;

    Русско-новогреческий словарь > нести

  • 6 ὑπόστασις

    ὑπόστᾰσις, εως, , ([etym.] ὑφίστημι, ὑφίσταμαι):
    A as an act, standing under, supporting,

    ἡ κεφαλὴ τοῦ μηροῦ καὶ ὁ αὐχὴν τοῦ ἄρθρου.. ὑπὸ συχνῷ μέρει τοῦ ἰσχίου τὴν ὑ. πεποίηται Hp.Art.55

    ; [

    τοὺς προσθίους πόδας] ἔχουσιν.. οὐ μόνον ἕνεχ' ὑποστάσεως τοῦ βάρους Arist.PA 659a24

    ;

    ἐνεπάγην εἰς ἰλὺν βυθοῦ, καὶ οὐκ ἔστιν ὑ. LXX Ps.68(69).3

    .
    2 resistance,

    τοῦ κύματος Arist.Mete. 368b12

    (unless = settling down); so perh. in Hp.Off.3, Ael.Fr.59.
    3 lying in ambush, S.Fr. 719.
    B as a thing,
    I in liquids, that which settles at the bottom, sediment, Hp.Steril.242, Arist.HA 551b29, Mete. 382b14, Thphr.HP 9.8.3; esp. of sediment in the urine, Hp.Coac. 146, 389, Aph.4.69, al., Gal.6.252, al.; but the urine itself is called ἡ ὑ. ἡ εἰς τὴν κύστιν, Arist. Mete. 358a8;

    ἡ τῆς ὑγρᾶς τροφῆς ὑ. Id.PA 647b28

    ; ἐκ τῶν νεφρῶν ἡ γιγνομένη ὑ. ib. 671b20; also of the dry excrement, ἡ τῆς ξηρᾶς τροφῆς ὑ. ib. 647b28, cf. 677a15, Mete. 358b9.
    b an accumulation of pus, abscess, Hp.Art.40.
    3 a kind of jelly or thick soup, in pl., Men.462.10 (cf. Poll.6.60), Orib.4.8.1.
    4 metaph. of time, duration,

    ἡ στιγμιαία τῶν καιρῶν ὑ. Gal.19.187

    ; μνήσθητι τίς μου ἡ ὑ. remember how short my time is, LXX Ps.88(89).48; ἡ ὑ. μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου mine age is as nothing before thee, ib.38(39).6; ἐφ' ὅσον αὐτοῦ (sc. Ἕκτορος) ἡ ὑ. τῶν χρόνων ὑπῆρχεν as long as his store of years lasted, Vett.Val.347.14.
    5 coming into existence, origin,

    ἡ ὑ. μου ἐν τοῖς κατωτάτω τῆς γῆς LXX Ps.138(139).15

    ;

    περὶ τοῦ γένους.. τῶν Ἰουδαίων.. ὅτι.. τὴν πρώτην ὑ. ἔσχεν ἰδίαν J.Ap.1.1

    ; ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑ. καθ' ἑαυτήν has no power of originating by itself, Hermog. Id.1.10.
    II foundation or substructure of a temple, etc., LXX Na.2.7, D.S.1.66, 13.82; ὑποστάσεις ἐπάλξεων lower part of a crenellated wall, Ph.Bel.84.9; ὑ. ξύλου is f.l. for ὑπότασις ξ. in Hp. Mochl.25.
    2 metaph. of a narrative, speech, or poem, ground-work, subject-matter, argument, Plb.4.2.1, D.S.1.3, etc.
    3 plan, purpose, Id.16.32;

    κατὰ τὴν ἰδίαν ὑ. Id.1.28

    , 15.70;

    πρὸς τὴν ἰδίαν ὑ. Id.1.3

    ; οἱ Αἰγύπτιοι.. ἰδίᾳ τινὶ ὑ. κεχρημένοι εἰσί (sc. in their calendar) Gem.8.16, cf. 25;

    κατὰ τὴν Καίσαρος ὑ. BMus.Inscr.892.21

    (Halic., i B. C./i A. D.).
    4 confidence, courage, resolution, steadiness, of soldiers, Plb.4.50.10,6.55.2; hope,

    ἔστι μοι ὑ. τοῦ γενηθῆναί με ἀνδρί LXX Ru.1.12

    ; ἀπώλετο ἡ ὑ. αὐτῆς ib.Ez.19.5, cf. Ep.Hebr.3.14;

    ἡ ὑ. τῆς καυχήσεως 2 Ep.Cor.11.17

    , cf. 9.4; ἔστιν δὲ πίστις ἐλπιζομένων ὑπόστασις confidence in things hoped for, Ep.Hebr.11.1 (unless substance be the right sense here).
    5 undertaking, promise,

    οἱ ὑπογεγραμμένοι γεωργοὶ ἐπέδωκαν ἡμῖν ὑπόστασιν PEleph.15.3

    (iii B. C.), cf. PTheb.Bank1.8 (ii B. C.), PTeb.61 (b). 194 (ii B. C.).
    6 Astrol., τὰ τούτου (sc. κλήρου τύχης) τετράγωνα ὑπόστασις (fort. - στάσεις) [λέγεται] Serapio in Cat.Cod.Astr.8(4).227.
    III substantial nature, substance, δύσσχιστα, τῷ κολλώδη τὴν ὑ. ἔχειν woods hard to cleave, because of their resinous substance, Thphr.CP5.16.4; ἡ τοῦ γεώδους ὑ. ib.6.7.4.
    2 substance, actual existence, reality (

    οἱ νεώτεροι τῶν φιλοσόφων ἀντὶ τῆς οὐσίας τῇ λέξει τῆς ὑ. ἐχρήσαντο Socr. HE3.7

    ), opp. semblance,

    φαντασίαν μὲν ἔχειν πλούτου, ὑ. δὲ μή Artem.3.14

    ; τῶν ἐν ἀέρι φαντασμάτων τὰ μέν ἐστι κατ' ἔμφασιν, τὰ δὲ καθ' ὑπόστασιν (substantial, actual), Arist.Mu. 395a30, cf. Placit.3.6, D.L.7.135, 9.91; so ὑποστάσεις are the substances of which the reflections ([etym.] αἱ κατοπτρικαὶ ἐμφάσεις) appear in the mirror, Placit.4.14.2; ὑ. ἔχειν have substantial existence, Demetr.Lac.Herc.1055.14, S.E. P.2.94, 176, M.Ant.9.42; ἰδίᾳ χρησάμενον ὑποστάσει ( ὑποτάσει cod.), πρὸς ἰδίαν ὑ. φυτευθέντα, a separate existence, Sor.1.96, cf. 33;

    ὑπόστασιν μὴ ἔχειν Id.2.57

    ;

    ὑποστάσεις τε καὶ μεταβολαί M.Ant.9.1

    , cf. 10.5; [ἡ παρασιτικὴ] διαφέρει καὶ τῆς ῥητορικῆς καὶ τῆς φιλοσοφίας.. κατὰ τὴν ὑ. (in respect of reality)

    · ἡ μὲν γὰρ ὑφέστηκεν, αἱ δὲ οὔ Luc. Par.27

    ;

    κατ' ἰδίαν ὑ. καὶ οὐσίαν S.E.M.9.338

    .
    3 real nature, essence,

    χαρακτὴρ τῆς ὑ. Ep.Hebr.1.3

    .
    IV as a Rhet. figure, the full expression or expansion of an idea, Hermog.Id.1.11, Aristid. Rh.1p.479S., Syrian. in Hermog.1.60 R.
    V = ὑπόστημα 111, camp, LXX 1 Ki.13.23, 14.4.
    VI wealth, substance, property, ib.De.11.6, Je.10.17, POxy.1274.15 (iii A. D.), BGU1020.16 (vi A. D.), etc.
    2 pl., title deeds, documents recording ownership of property, POxy.237 viii 26 (ii A. D.).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπόστασις

  • 7 убыток

    1. (материальный ущерб, потеря) η ζημι/ά, η απώλεια, το χάσιμο
    застраховать перевозчика от всех потерь - ков и расходов ασφαλίζω τον μεταφορέα από όλες τις ελλείψεις
    нести - ζημιώνομαι, υφίσταμαι -
    - при разгрузке - κατά την εκφόρτωση 2 (превышение расхода над приходом) το έλλειμμα

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > убыток

  • 8 потерпеть

    ρ.σ., μτχ. παρλθ. χρ..потерпевший.
    1. υπομένω, κάνω υπομονή, ανέχομαι βαστώ, κρατώ•

    я не -шло таких беспорядков δε θα ανεχτώ τέτοια ακαταστασία•

    его уговаривали потерпеть τον συμβούλευαν να κάνει υπομονή.

    2. δοκιμάζω, υφίσταμαι, παθαίνω•

    потерпеть неудачу υφίσταμαι αποτυχία (αποτυχαίνω)•

    потерпеть кораблекрушение παθαίνω ναυάγιο (ναυαγώ), καραβοτσακίζομαι.

    || παλ. διώκομαι, καταδιώκομαι• υποφέρω•

    потерпеть за правду καταδιώκομαι για την αλήθεια.

    Большой русско-греческий словарь > потерпеть

  • 9 платить

    плачу, платишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. плаченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.δ.
    1. πληρώνω• εξοφλώ•

    платить в кассу πληρώνω στο ταμείο•

    платить за труд πληρώνω για τι δουλειά•

    натурой πληρώνω σε είδος•

    платить наличными πληρώνω σε μετρητά•

    платить за покупки πληρώνω για ψώνια•

    платить дополнительно πληρώνω συμπληρωματικά.

    || επιμετρώ• προσπληρώνω•

    платить золотом πληρώνω σε χρυσό•

    платить векселем πληρώνω με γραμμάτιο•

    платить долги πληρώνω (ξοφλώ) τα χρέη•

    налог πληρώνω φόρο•

    платить заимодавцу πληρώνω στο δανειστή.

    2. μτφ. ανταποδϊ,νω• ανταμείβω•

    платить неблагодарностью δείχνω αχαριστία, αγνωμοσύνη•

    платить за чужие удовольствия πληρώνω ξένα έξοδα ή τα σπασμένα άλλου•

    платить чистоганом πληρώνω σε μετρητά•

    платить за добро злом πληρώνω για το καλό με κακό•

    платить за зло добром πληρώ-το κακό με το καλό;•

    за добро добром -ят το καλό με καλό το πληρώνουν, αγαθόν αντί αγαθού, καλόν αντί καλού.

    εκφρ.
    платить той же монетой – πληρώνω με το ίδιο νόμισμα (ανταποδίνω τα ίδια, τα ίσα).
    1. πληρώνομαι•

    налоги -ятся в рассрочку οι φόροι πληρώνονται με δόσεις.

    2. μτφ. υφίσταμαι τις συνέπειες•

    -здоровьем за неосторожность πληρώνω με την υγεία την απροσεξία (απερισκεψία).

    Большой русско-греческий словарь > платить

  • 10 узнать

    узнаю, узнаешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. узнанный, βρ: узнан, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. μαθαίνω, πληροφορούμαι•

    я -ал об этом от брата έμαθα γι αυτό από τον αδερφό μου•

    я -ал е тайну έμαθα το μυστικό της•

    узнать новость μαθαίνω το νέο•

    поздно -ла мать о ранении сына αργά πληροφορήθηκε η μάνα τον τραυματισμού του γιου της•

    узнать правду μαθαίνω την αλήθεια•

    от кого вы это -ли? από ποιόν το μάθατε αυτό;

    2. γνωρίζω•

    узнать е характер γνωρίζω το χαρακτήρα της•

    узнать друг друга γνωρίζομε ο ένας τον άλλον (το χαρακτήρα, το ποιόν).

    3. δοκιμάζω, υφίσταμαι, περνώ•

    он -ал нищету αυτός δοκίμασε τη φτώχεια.

    || (ως απειλή)• βλέπω•

    -ешь θα μάθεις, θα δεις•

    -ет θα μάθει, θα δει.

    4. αναγνωρίζω•

    евриклия узнала одиссея от его шрама на ноге η Ευρίκλεια γνώρισε τον Οδυσσέα από την ουλή στο πόδι. -свою вешь (ανα)γνωρίζω το πράγμα μου.

    μαθαίνομαι, πληροφορούμαι; γίνομαι γνωστός•

    узнать это скоро -лось αυτό γρήγορα μαθεύτηκε.

    Большой русско-греческий словарь > узнать

  • 11 быть

    быть
    несов
    1. (существовать) ὑπάρχω, ζῶ, ὑφίσταμαι/ ἔχω (иметься, быть в наличии):
    у него есть опыт αὐτός ἔχει πείρα; есть люди, которые... ὑπάρχουν ἀνθρωποι, πού...;
    2. (находиться) είμαι, βρίσκομαι;
    3. (происходить, состояться) γίνομαι, λαβαίνω (или λαμβάνω) χώραν:
    заседание будет в среду ἡ συνεδρίαση θά γίνει (или θά λάβει χώραν) τήν Τετάρτή
    4. (в знач. связки) είμαι:
    он был служащим ήταν ὑπάλληλος; ◊ так и \быть ἐστω, ἄς εἶναι, καλά; может \быть πιθανόν, μπορεί, ίσως; будь что будет! ὅ, τι θέλει ἀς γίνει!; как бы то ни было ὁπως καί να ' χει τό πράγμα.

    Русско-новогреческий словарь > быть

  • 12 видеть

    ви́де||ть
    несов
    1. βλέπω, θωρῶ:
    \видеть мельком παίρνει τό μάτι μου (κάτι)· \видеть издалека βλέπω ἀπό μακρυά· \видеть своими глазами βλέπω μέ τά ίδια μου τά μάτια· \видеть сон βλέπω ὀνειρο, ὁνειρεύομαι· \видеть во сие кого-л. βλέπω στον ὑπνο μου κάποιον· я рад вас \видеть χαίρομαι πού σας βλέπω·
    2. (испытать) δοκιμάζω, περνῶ, ὑφίσταμαι:
    она \видетьла много горя πέρασε πολλές στενοχώριες·
    3. (считать) βλέπω, θεωρῶ, κρίνω:
    не ви́жу в этом необходимости δέν βλέπω τήν ἀνάγκη, δέν τό κρίνω ἀπαραίτητο· ◊ \видеть насквозь кого-л., что́-л. βλέπω καθαρά κάποιον видишь ли вводн. сл. ξέρεις δμως· как видите вводн. сл. ὀπως βλέπετε, ὅπως ἀποδείχνεται.

    Русско-новогреческий словарь > видеть

  • 13 поддаваться

    поддавать||ся
    1. ὑποχωρώ, ἐνδίδω, ὑποκύπτω·
    2. (оказаться под воздействием) ὑποβάλλομαι, ὑφίσταμαι:
    не поддающийся убеждению ἀνένδοτος, ἀμετάπειστος· \поддаватьсяся чьему-л. влиянию πέφτω κάτω ἀπό τήν ἐπιρροή, ἐπηρεάζομαι· \поддаватьсяся искушению ὑποκύπτω στον πειρασμό, δελεάζομαι· ◊ это не поддается описанию αὐτό δέν περιγράφεται, εἶναι ἀπερίγραπτο.

    Русско-новогреческий словарь > поддаваться

  • 14 познать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. познанный, βρ: -нан, -а, -о
    γνωρίζω, μαθαίνω, αντιλαμβάνομαι• εισδύω διανοητικά•

    познать сущность явлений γνωρίζω την ουσία των φαινομένων•

    познать законы развития природы и общества γνωρίζω τους νόμους εξέλιξης της φύσης και της κοινωνίας.

    || δοκιμάζω•

    познать друга в несчастье γνωρίζω το φίλο στη δυστυχία.

    || υποφέρω, περνώ, τραβώ, δοκιμάζω, υφίσταμαι.

    Большой русско-греческий словарь > познать

См. также в других словарях:

  • υφίσταμαι — ὑφίσταμαι, ΝΜΑ, και ενεργ ὑφίστημι ΜΑ, και ιων. τ. ὑπίστημι Α [ἵστημι/ ἵσταμαι] 1. (στη νεοελλ. μόνον ως μεσοπαθ.) υφίσταμαι α) υποβάλλομαι σε κάτι, δέχομαι μια, συνήθως βλαπτική, ενέργεια, υποφέρω (α. «υφίσταται τις συνέπειες τής κακής… …   Dictionary of Greek

  • πάσχω — ΝΜΑ και πάσκω, Ν 1. υφίσταμαι την επενέργεια κάποιου, υπόκειμαι σε κάτι, σε αντιδιαστολή προς το ποιώ και το πράττω («πολλὰ μέν... πείσεσθαι, πολλὰ δὲ ποιήσειν», Ηρόδ.) 2. κατέχομαι από ασθένεια, είμαι άρρωστος (α. «χρόνια τώρα πάσχει από το… …   Dictionary of Greek

  • κλείνω — (AM κλείω, Μ και κλείνω, Α ιων. τ. κληΐω, παλ. αττ. τ. κλῄω, δωρ. τ. κλάῳ και κλᾴζω) 1. (μτβ. και αμτβ.) δημιουργώ φραγμό για να εμποδίσω την είσοδο ή την έξοδο, κάνω κάτι να παύσει να είναι ανοιχτό, κλείνω, κλειδώνω, σφαλώ (α. «κλείνω το… …   Dictionary of Greek

  • εξουσιάζω — (AM ἐξουσιάζω) έχω ή ασκώ εξουσία («τὴν χώραν ἐξουσιάζω», «ἐξουσιάζει πολλῶν μοναρχιῶν») 2. έχω την κυριότητα («το αμπέλι να τό εξουσιάζει», «ἐξουσιάζει τοῡ μνήματος») νεοελλ. φρ. «εξουσιάζω τον εαυτό μου» είμαι αυτεξούσιος, δεν υφίσταμαι την… …   Dictionary of Greek

  • οφείλω — (ΑΜ ὀφείλω, Α και ὀφειλέω, επικ. και αρκαδ. τ. ὀφέλλω, αρκαδ. τ. και ὀφήλω) 1. είμαι οφειλέτης, χρωστώ κάτι σε κάποιον, ιδίως χρήματα (α. «ὃς ὤφειλεν αὐτῷ ἑκατὸν δηνάρια», ΚΔ β. «μισθὸς τοῑς στρατιώταις ὠφείλετο», Ξεν.) 2. μτφ. αναγνωρίζω κάτι… …   Dictionary of Greek

  • προσπαθώ — προσπαθῶ, έω, ΝΜΑ [προσπαθής] 1. εντείνω συγχρόνως τις σωματικές και τις πνευματικές μου δυνάμεις για την επίτευξη ενός σκοπού 2. δοκιμάζω, αποπειρώμαι («προσπάθησε να μέ κοροϊδέψει») μσν. αρχ. υφίσταμαι την επίδραση από την επαφή με κάτι,… …   Dictionary of Greek

  • αποδέχομαι — (AM ἀποδέχομαι) 1. δέχομαι, παραδέχομαι 2. παίρνω, δέχομαι κάτι με ευχαρίστηση 3. εγκρίνω, επιδοκιμάζω 4. υποδέχομαι 5. ανέχομαι αρχ. μσν. 1. περιμένω 2. συμπεριφέρομαι φιλικά μσν. επιθυμώ αρχ. 1. γίνομαι οπαδός ή μαθητής κάποιου 2. επιτρέπω,… …   Dictionary of Greek

  • αναζυμώνω — (Α ἀναζυμῶ, όω) νεοελλ. 1. ζυμώνω εκ νέου, ξαναζυμώνω ή απλώς ζυμώνω 2. κάνω κάτι να υποστεί ζύμωση 3. υφίσταμαι την επίδραση τής ζύμης, φουσκώνω αρχ. επενεργώ όπως η ζύμη, κάνω κάτι να φουσκώσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + ζυμῶ. ΠΑΡ. αναζύμωση ( ις)… …   Dictionary of Greek

  • φεγγαριάζομαι — Ν [φεγγάρι] 1. υφίσταμαι την κακή, κυρίως, επίδραση τής σελήνης, σεληνιάζομαι 2. πάσχω από σεληνιασμό, είμαι επιληπτικός …   Dictionary of Greek

  • χειμιώ — έω, Α [χεῑμα] υφίσταμαι την επίδραση ισχυρού ψύχους, παγώνω …   Dictionary of Greek

  • ζυμώνω — (AM ζυμῶ, όω, Μ και ζυμώνω) 1. αναμιγνύω αλεύρι ή άλλο αμυλώδες υλικό με νερό, μαλάσσω το μίγμα για να δημιουργηθεί μάζα πηχτή («ζυμώνω ψωμί») 2. αναμιγνύω οποιαδήποτε ύλη με νερό καθιστώντας την πολτώδη («ζυμώνω γύψο») 3. παρασκευάζω μίγμα με… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»